- συναιθριαζω
- συναιθριάζωσυν-αιθριάζωпроясняться
(Xen. - v. l. к διαιθριάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Xen. - v. l. к διαιθριάζω)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συναιθριάζω — Α αιθριάζω συγχρόνως με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + αἰθριάζω (< αἴθριος «διαυγής»)] … Dictionary of Greek